μελισσόχορτο

μελισσόχορτο
Κοινή ονομασία του είδους Melissa officinalis, της οικογένειας των χειλανθών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό και με τις ονομασίες μελισσοβότανο ή μελισσάκι. Πρόκειται για πολυετή πόα που φθάνει σε ύψος τα 90 εκ., με όρθιο, πολύκλαδο και ελαφρά χνουδωτό βλαστό· τα ωοειδή οδοντωτά φύλλα του φέρουν γλυφές, είναι ελαφρώς χνουδωτά και τοποθετημένα κατ’ εναλλαγή· τα λευκά ή ωχρά κίτρινα άνθη του δεν είναι ιδιαίτερα εμφανή και έχουν σωληνοειδή, δίχειλη στεφάνη, ενώ είναι διατεταγμένα κατά μασχαλιαίους, μονόπλευρους σπονδύλους που συνοδεύονται από λογχοειδή βράκτια. Το μ. είναι αυτοφυές σε δάση και θαμνότοπους της Ελλάδας. Είναι φυτό που έλκει τις μέλισσες, οι οποίες χρησιμοποιούν το νέκταρ του για την παραγωγή μελιού (απ’ όπου και η ονομασία του), ενώ τα φύλλα του αναδίδουν ένα ευχάριστο άρωμα λεμονιού. Οι αρωματικές και φαρμακευτικές του ιδιότητες ήταν γνωστές στους αρχαίους Έλληνες. Τα φύλλα του είναι πλούσια σε ελαιοφόρους αδένες, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός τονωτικού και αντισπασμωδικού αφεψήματος, ενώ το φυτό αυτό χρησιμοποιείται και για τη θεραπεία του έρπητα, του οποίου απαλύνει τα συμπτώματα. άγριο μ.Με την ονομασία αυτή είναι γνωστό το είδος Ballota nigra της οικογένειας των χειλανθών. Πρόκειται για πολυετή φυλλοβόλο θάμνο, ύψους έως 80 εκ., βαθυπράσινου χρώματος και με άσχημη οσμή. Οι βλαστοί του είναι τετραγωνικοί, διακλαδισμένοι, με ωοειδή ή στρογγυλά φύλλα μέχρι τη βάση, δικτυωτή νεύρωση και κόκκινα-μοβ ή λευκά άνθη, διατεταγμένα σε πυκνούς σπονδύλους. Είναι είδος κοινό της ελληνικής χλωρίδας. Φυτρώνει επίσης σε όλη την Ευρώπη, στη δυτική Ασία και στη βόρεια Αφρική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δορύκνιο — το (Α δορύκνιον) το φυτό στρύχνο το μανικό αρχ. 1. το φαρμακευτικό φυτό περιαλλόκαυλο το ελαιόφυλλο 2. το φυτό μελισσόφυλλο, μελισσόχορτο 3. το ποώδες φυτό πύρεθρο …   Dictionary of Greek

  • ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… …   Dictionary of Greek

  • κουλούμπακας — ο βοτ. κοινή ονομασία τού ευρωπαϊκού ηλιοτροπίου, αλλ. μπαμπακίτσες, μελισσόχορτο …   Dictionary of Greek

  • μαυρόχορτο — το (Μ μαυρόχορτον) νεοελλ. κοινή ονομασία τών ειδών φυτών Solanum nigrum, αλλ. στύχνος, και Heliotropium europaeum, αλλ. μπαμπακίτσες ή μελισσόχορτο μσν. αγριοντομάτα («ἔπαρον στρύχνον.... λέγουν το καὶ μαυρόχορτον») …   Dictionary of Greek

  • μελισσοβότανο — το αρωματικό φυτό, γνωστό για τις αντισπασμωδικές και χωνευτικές του ιδιότητες, η μέλισσα η φαρμακευτική, το μελισσόχορτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”